ιδιοτελής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς, αυτός που αποβλέπει στο ατομικό συμφέρον, συμφεροντολόγος: Ιδιοτελείς σκοποί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανιδιοτελής — ( ούς), ές αυτός που δεν αποβλέπει στο προσωπικό του συμφέρον, αφιλοχρήματος, αφιλοκερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
ιδιοτέλεια — η η υπερβολική προσήλωση κάποιου στο ατομικό του συμφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιοτελής. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αλέξ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
νοησιαρχία — (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των… … Dictionary of Greek
συμφεροντολόγος — ο, θηλ. συμφεροντολόγα, Ν αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, ιδιοτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμφέρον, οντος + λόγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
υπολογιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υπολογισμό ή στον υπολογιστή 2. το αρσ. ως ουσ. ο υπολογιστικός μτφ. (για πρόσ.) ιδιοτελής, υστερόβουλος 3. φρ. «υπολογιστική μηχανή» ο υπολογιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπολογιστής. Το επίθ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
υστερόβουλος — η, ο, Ν αυτός που σκέπτεται ή ενεργεί με υστεροβουλία, ιδιοτελής. επίρρ... υστεροβούλως και υστερόβουλα Ν με υστεροβουλία, με ιδιοτέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύστερος + βουλος (< βουλή), πρβλ. κακό βουλος. Το επίρρ. στον λόγιο τ. ὑστεροβούλως,… … Dictionary of Greek
Λάβαν — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Βαθουήλ, αδελφός της Ρεβέκκας και ταυτόχρονα θείος και πεθερός του Ιακώβ, ο οποίος παντρεύτηκε τις κόρες του, Ραχήλ και Λεία. Η πρώτη φορά που αναφέρεται το όνομά του στην Παλαιά Διαθήκη είναι στη συνάντηση της… … Dictionary of Greek